επιλοχαγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιλοχαγός οι επιλοχαγοί
      γενική του επιλοχαγού των επιλοχαγών
    αιτιατική τον επιλοχαγό τους επιλοχαγούς
     κλητική επιλοχαγέ επιλοχαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιλοχαγός < επι- + λοχαγός

Ουσιαστικό

επιλοχαγός αρσενικό

  • (στρατιωτικός βαθμός) ιστορικός βαθμός αξιωματικού του ελληνικού στρατού ξηράς ανώτερος του λοχαγού, κατώτερος του υποταγματάρχη ως το 1863 και του ταγματάρχη αργότερα. Ο βαθμός βρισκόταν σε χρήση στον ελληνικό στρατό κυρίως επί Όθωνος(1831-1833) αλλά χρησιμοποιούνταν ήδη από το 1829. Από τότε και μέχρι το 1917, ο βαθμός μετονομάστηκε σε Λοχαγός Α' τάξης, για να ξεχωρίζει από το Λοχαγό Β' τάξης, το λοχαγό, που εννοούμε σήμερα.

Σημειώσεις

Υπάρχουν χώρες σαν την γειτονική Ιταλία, όπου ο "Πρώτος Λοχαγός" υφίσταται. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα, όπου υπάρχουν τέσσερις βαθμοί κατώτερων αξιωματικών. Ο πρώτος λοχαγός έχει τέσσερα αστέρια στις επωμίδες του.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.