πρωθυπολοχαγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωθυπολοχαγός οι πρωθυπολοχαγοί
      γενική του πρωθυπολοχαγού των πρωθυπολοχαγών
    αιτιατική τον πρωθυπολοχαγό τους πρωθυπολοχαγούς
     κλητική πρωθυπολοχαγέ πρωθυπολοχαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωθυπολοχαγός < πρωθ- + υπο- + λοχαγός.

Ουσιαστικό

πρωθυπολοχαγός αρσενικό

  • (στρατιωτικός βαθμός) ιστορικός βαθμός κατώτερου αξιωματικού του ελληνικού στρατού ξηράς ανώτερος του υπολοχαγού και κατώτερο του λοχαγού. Ο συγκεκριμένος βαθμός ήταν σε χρήση από το 1829 έως το 1833, όταν καταργήθηκε. Σήμερα, ο βαθμός αυτός υπάρχει σε στρατούς άλλων χωρών, και οι αντίστοιχες επωμίδες φέρουν τρία αστέρια, δηλώνοντας ότι είναι πρώτος μεταξύ των υπολοχαγών.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.