υποταγματάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποταγματάρχης | οι | υποταγματάρχες |
| γενική | του | υποταγματάρχη | των | υποταγματαρχών |
| αιτιατική | τον | υποταγματάρχη | τους | υποταγματάρχες |
| κλητική | υποταγματάρχη | υποταγματάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποταγματάρχης < υπό + ταγματάρχης < υπο- + ταγματ- + -άρχης
Ουσιαστικό
υποταγματάρχης αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός, παρωχημένο) ιστορικός βαθμός αξιωματικού του ελληνικού στρατού ξηράς ανώτερος αυτού του επιλοχαγού και κατώτερος εκείνου του ταγματάρχη. Ο βαθμός αυτός ήταν ενεργός κατά τα έτη 1829 - 1863.
- ταγματάρχης (↑ανώτερος)
- επιλοχαγός (↓κατώτερος)
- λοχαγός
- πρωθυπολοχαγός
- υπολοχαγός
- ανθυπολοχαγός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.