Ταγματάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ταγματάρχης | οι | Ταγματάρχηδες |
| γενική | του | Ταγματάρχη | των | Ταγματάρχηδων |
| αιτιατική | τον | Ταγματάρχη | τους | Ταγματάρχηδες |
| κλητική | Ταγματάρχη | Ταγματάρχηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ταγματάρχης < ταγματάρχης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tagmatarchis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.