επίλαρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίλαρχος οι επίλαρχοι
      γενική του επίλαρχου
& επιλάρχου
των επίλαρχων
& επιλάρχων
    αιτιατική τον επίλαρχο τους επίλαρχους
& επιλάρχους
     κλητική επίλαρχε επίλαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίλαρχος < επί + ίλαρχος

Ουσιαστικό

επίλαρχος αρσενικό

  1. (παρωχημένο) αξιωματικός του ιππικού
  2. (στρατιωτικός βαθμός) αξιωματικός (ταγματάρχης) των τεθωρακισμένων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.