σχολιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σχολιάζω < ελληνιστική κοινή σχολιάζω < σχόλιον < αρχαία ελληνική σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sxo.liˈa.zo/
Ρήμα
σχολιάζω (παθητική φωνή: σχολιάζομαι)
Συγγενικά
- ασχολίαστα
- ασχολίαστος
- σχολιασμένος
- σχολιασμός
- σχολιαστής
- σχολιαστικός
- σχολιάστρια
- → δείτε τη λέξη σχόλιο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σχολιάζω | σχολίαζα | θα σχολιάζω | να σχολιάζω | σχολιάζοντας | |
| β' ενικ. | σχολιάζεις | σχολίαζες | θα σχολιάζεις | να σχολιάζεις | σχολίαζε | |
| γ' ενικ. | σχολιάζει | σχολίαζε | θα σχολιάζει | να σχολιάζει | ||
| α' πληθ. | σχολιάζουμε | σχολιάζαμε | θα σχολιάζουμε | να σχολιάζουμε | ||
| β' πληθ. | σχολιάζετε | σχολιάζατε | θα σχολιάζετε | να σχολιάζετε | σχολιάζετε | |
| γ' πληθ. | σχολιάζουν(ε) | σχολίαζαν σχολιάζαν(ε) |
θα σχολιάζουν(ε) | να σχολιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σχολίασα | θα σχολιάσω | να σχολιάσω | σχολιάσει | ||
| β' ενικ. | σχολίασες | θα σχολιάσεις | να σχολιάσεις | σχολίασε | ||
| γ' ενικ. | σχολίασε | θα σχολιάσει | να σχολιάσει | |||
| α' πληθ. | σχολιάσαμε | θα σχολιάσουμε | να σχολιάσουμε | |||
| β' πληθ. | σχολιάσατε | θα σχολιάσετε | να σχολιάσετε | σχολιάστε | ||
| γ' πληθ. | σχολίασαν σχολιάσαν(ε) |
θα σχολιάσουν(ε) | να σχολιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σχολιάσει | είχα σχολιάσει | θα έχω σχολιάσει | να έχω σχολιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σχολιάσει | είχες σχολιάσει | θα έχεις σχολιάσει | να έχεις σχολιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σχολιάσει | είχε σχολιάσει | θα έχει σχολιάσει | να έχει σχολιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σχολιάσει | είχαμε σχολιάσει | θα έχουμε σχολιάσει | να έχουμε σχολιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σχολιάσει | είχατε σχολιάσει | θα έχετε σχολιάσει | να έχετε σχολιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σχολιάσει | είχαν σχολιάσει | θα έχουν σχολιάσει | να έχουν σχολιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.