σχολιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σχολιάζομαι | σχολιαζόμουν(α) | θα σχολιάζομαι | να σχολιάζομαι | ||
| β' ενικ. | σχολιάζεσαι | σχολιαζόσουν(α) | θα σχολιάζεσαι | να σχολιάζεσαι | (σχολιάζου) | |
| γ' ενικ. | σχολιάζεται | σχολιαζόταν(ε) | θα σχολιάζεται | να σχολιάζεται | ||
| α' πληθ. | σχολιαζόμαστε | σχολιαζόμαστε σχολιαζόμασταν |
θα σχολιαζόμαστε | να σχολιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | σχολιάζεστε | σχολιαζόσαστε σχολιαζόσασταν |
θα σχολιάζεστε | να σχολιάζεστε | (σχολιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | σχολιάζονται | σχολιάζονταν σχολιαζόντουσαν |
θα σχολιάζονται | να σχολιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σχολιάστηκα | θα σχολιαστώ | να σχολιαστώ | σχολιαστεί | ||
| β' ενικ. | σχολιάστηκες | θα σχολιαστείς | να σχολιαστείς | σχολιάσου | ||
| γ' ενικ. | σχολιάστηκε | θα σχολιαστεί | να σχολιαστεί | |||
| α' πληθ. | σχολιαστήκαμε | θα σχολιαστούμε | να σχολιαστούμε | |||
| β' πληθ. | σχολιαστήκατε | θα σχολιαστείτε | να σχολιαστείτε | σχολιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | σχολιάστηκαν σχολιαστήκαν(ε) |
θα σχολιαστούν(ε) | να σχολιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σχολιαστεί | είχα σχολιαστεί | θα έχω σχολιαστεί | να έχω σχολιαστεί | σχολιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σχολιαστεί | είχες σχολιαστεί | θα έχεις σχολιαστεί | να έχεις σχολιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σχολιαστεί | είχε σχολιαστεί | θα έχει σχολιαστεί | να έχει σχολιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σχολιαστεί | είχαμε σχολιαστεί | θα έχουμε σχολιαστεί | να έχουμε σχολιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σχολιαστεί | είχατε σχολιαστεί | θα έχετε σχολιαστεί | να έχετε σχολιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σχολιαστεί | είχαν σχολιαστεί | θα έχουν σχολιαστεί | να έχουν σχολιαστεί | ||
Μεταφράσεις
σχολιάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.