ασχολίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασχολίαστος | η | ασχολίαστη | το | ασχολίαστο |
| γενική | του | ασχολίαστου | της | ασχολίαστης | του | ασχολίαστου |
| αιτιατική | τον | ασχολίαστο | την | ασχολίαστη | το | ασχολίαστο |
| κλητική | ασχολίαστε | ασχολίαστη | ασχολίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασχολίαστοι | οι | ασχολίαστες | τα | ασχολίαστα |
| γενική | των | ασχολίαστων | των | ασχολίαστων | των | ασχολίαστων |
| αιτιατική | τους | ασχολίαστους | τις | ασχολίαστες | τα | ασχολίαστα |
| κλητική | ασχολίαστοι | ασχολίαστες | ασχολίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασχολίαστος
- (για κείμενο) που δεν έχει σχόλια
- (για πρόσωπα) που δε σχολιάστηκε
- η στάση του δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ασχολίαστη
Συγγενικά
- ασχολίαστα
- → δείτε τις λέξεις σχολιάζω και σχόλιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.