ασχολίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασχολίαστος η ασχολίαστη το ασχολίαστο
      γενική του ασχολίαστου της ασχολίαστης του ασχολίαστου
    αιτιατική τον ασχολίαστο την ασχολίαστη το ασχολίαστο
     κλητική ασχολίαστε ασχολίαστη ασχολίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασχολίαστοι οι ασχολίαστες τα ασχολίαστα
      γενική των ασχολίαστων των ασχολίαστων των ασχολίαστων
    αιτιατική τους ασχολίαστους τις ασχολίαστες τα ασχολίαστα
     κλητική ασχολίαστοι ασχολίαστες ασχολίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασχολίαστος < α- + σχολιάζω + -τος

Επίθετο

ασχολίαστος

  1. (για κείμενο) που δεν έχει σχόλια
  2. (για πρόσωπα) που δε σχολιάστηκε
    η στάση του δεν ήταν δυνατό να παραμείνει ασχολίαστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.