σχολιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχολιασμός οι σχολιασμοί
      γενική του σχολιασμού των σχολιασμών
    αιτιατική τον σχολιασμό τους σχολιασμούς
     κλητική σχολιασμέ σχολιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχολιασμός < σχολιάζω + -μός

Προφορά

ΔΦΑ : /sxo.li.aˈzmos/

Ουσιαστικό

σχολιασμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.