σχολιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχολιαστής οι σχολιαστές
      γενική του σχολιαστή των σχολιαστών
    αιτιατική τον σχολιαστή τους σχολιαστές
     κλητική σχολιαστή σχολιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχολιαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολιαστής[1] < σχολιάζω < σχόλιον < σχολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵhe- / *sǵhē- (έχω, κατέχω)
για τους δημοσιογράφους < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική commentateur

Προφορά

ΔΦΑ : /sxo.li.aˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχολιαστής
ομόηχο: σχολιαστείς

Ουσιαστικό

σχολιαστής αρσενικό (θηλυκό σχολιάστρια)

Συγγενικά

φιλολογία: οι νεολατινικοί όροι

  • scholia
  • marginalia

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.