σχόλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σχόλιον τὰ σχόλι
      γενική τοῦ σχολίου τῶν σχολίων
      δοτική τῷ σχολί τοῖς σχολίοις
    αιτιατική τὸ σχόλιον τὰ σχόλι
     κλητική ! σχόλιον σχόλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχολίω
γεν-δοτ τοῖν  σχολίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχόλιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σχολ(ή) + -ιον

Ουσιαστικό

σχόλιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. ερμηνευτική σημείωση, παρατήρηση, σχόλιο σε κείμενο
  2. παρατήρηση, άποψη

Παράγωγα

μεσαιωνική ή όψιμη ελληνιστική

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.