σχολιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σχολιασμένος | η | σχολιασμένη | το | σχολιασμένο |
| γενική | του | σχολιασμένου | της | σχολιασμένης | του | σχολιασμένου |
| αιτιατική | τον | σχολιασμένο | τη | σχολιασμένη | το | σχολιασμένο |
| κλητική | σχολιασμένε | σχολιασμένη | σχολιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σχολιασμένοι | οι | σχολιασμένες | τα | σχολιασμένα |
| γενική | των | σχολιασμένων | των | σχολιασμένων | των | σχολιασμένων |
| αιτιατική | τους | σχολιασμένους | τις | σχολιασμένες | τα | σχολιασμένα |
| κλητική | σχολιασμένοι | σχολιασμένες | σχολιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.