κριτικάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κριτικάρω < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική criticare[1] < λατινική criticus < αρχαία ελληνική κριτικός < κρίνω
Συγγενικά
- κριτικάρισμα
- κριτικαρισμένος
- → δείτε τη λέξη κρίνω
Αναφορές
- κριτικάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.