σχολιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχολιαστικός η σχολιαστική το σχολιαστικό
      γενική του σχολιαστικού της σχολιαστικής του σχολιαστικού
    αιτιατική τον σχολιαστικό τη σχολιαστική το σχολιαστικό
     κλητική σχολιαστικέ σχολιαστική σχολιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχολιαστικοί οι σχολιαστικές τα σχολιαστικά
      γενική των σχολιαστικών των σχολιαστικών των σχολιαστικών
    αιτιατική τους σχολιαστικούς τις σχολιαστικές τα σχολιαστικά
     κλητική σχολιαστικοί σχολιαστικές σχολιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σχολιαστικός < σχολιαστής + -ικός
(μαρτυρείται από το 1898)

Επίθετο

σχολιαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.