συνοδοιπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | συνοδοιπόρος | οι | συνοδοιπόροι |
| γενική | του/της | συνοδοιπόρου | των | συνοδοιπόρων |
| αιτιατική | τον/τη | συνοδοιπόρο | τους/τις | συνοδοιπόρους |
| κλητική | συνοδοιπόρε | συνοδοιπόροι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνοδοιπόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοδοιπόρος [1]
Ουσιαστικό
συνοδοιπόρος αρσενικό ή θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή
- (πολιτική, παρωχημένο) που διάκειται φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς να είναι μέλος του
Συγγενικά
- συνοδοιπορία
- συνοδοιπορώ
- → δείτε τις λέξεις συν, οδός και πόρος
Μεταφράσεις
συνοδοιπόρος
|
Αναφορές
- συνοδοιπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- συνοδοιπόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνοδοιπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.