union
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| union | unions |
Ετυμολογία
- union < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική union
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈjuːnjən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
union (en)
- το σωματείο, μια οργάνωση εργαζομένων, συνήθως σε μια συγκεκριμένη βιομηχανία, που υπάρχει για την προστασία των συμφερόντων τους, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας κτλ.
- ↪ She is the president of the workers’ union.
- Είναι η πρόεδρος του σωματείου των εργατών.
- ≈ συνώνυμα: labor union και trade union
- ↪ She is the president of the workers’ union.
- η ένωση, μια ομάδα κρατών ή χωρών που έχουν την ίδια κεντρική κυβέρνηση ή που συμφωνούν να συνεργαστούν
- ↪ the European Union - η Ευρωπαϊκή Ένωση
- (θεωρία συνόλων) ένωση συνόλων
- σύμβολο: ⋃
- ≠ αντώνυμα: intersection (σύμβολο: ⋂)
- συγγενικό: difference
- δείτε επίσης: union (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
- (βάσεις δεδομένων), (στη σχεσιακή άλγεβρα) ένωση σχέσεων
-
union στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.