επικυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επικυρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικυρόω/ἐπικυρῶ < ἐπι- + κυρῶ < κῦρος

Ρήμα

επικυρώνω

  1. πιστοποιώ την εγκυρότητα κάποιου πράγματος
     συνώνυμα: επιβεβαιώνω, προσεπικυρώνω
  2. (κατ’ επέκταση) κάνω τις κατάλληλες ενέργειες, σφραγίζω ή υπογράφω, που χρειάζονται ώστε να είναι κάποιο έγγραφο έγκυρο
  3. προσδίδω κύρος σε κάτι
     συνώνυμα: επισημοποιώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.