επικυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικυρώνω < αρχαία ελληνική ἐπικυρόω/ἐπικυρῶ < ἐπι- + κυρῶ < κῦρος
Ρήμα
επικυρώνω
- πιστοποιώ την εγκυρότητα κάποιου πράγματος
- (κατ’ επέκταση) κάνω τις κατάλληλες ενέργειες, σφραγίζω ή υπογράφω, που χρειάζονται ώστε να είναι κάποιο έγγραφο έγκυρο
- προσδίδω κύρος σε κάτι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικυρώνω | επικύρωνα | θα επικυρώνω | να επικυρώνω | επικυρώνοντας | |
| β' ενικ. | επικυρώνεις | επικύρωνες | θα επικυρώνεις | να επικυρώνεις | επικύρωνε | |
| γ' ενικ. | επικυρώνει | επικύρωνε | θα επικυρώνει | να επικυρώνει | ||
| α' πληθ. | επικυρώνουμε | επικυρώναμε | θα επικυρώνουμε | να επικυρώνουμε | ||
| β' πληθ. | επικυρώνετε | επικυρώνατε | θα επικυρώνετε | να επικυρώνετε | επικυρώνετε | |
| γ' πληθ. | επικυρώνουν(ε) | επικύρωναν επικυρώναν(ε) |
θα επικυρώνουν(ε) | να επικυρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικύρωσα | θα επικυρώσω | να επικυρώσω | επικυρώσει | ||
| β' ενικ. | επικύρωσες | θα επικυρώσεις | να επικυρώσεις | επικύρωσε | ||
| γ' ενικ. | επικύρωσε | θα επικυρώσει | να επικυρώσει | |||
| α' πληθ. | επικυρώσαμε | θα επικυρώσουμε | να επικυρώσουμε | |||
| β' πληθ. | επικυρώσατε | θα επικυρώσετε | να επικυρώσετε | επικυρώστε | ||
| γ' πληθ. | επικύρωσαν επικυρώσαν(ε) |
θα επικυρώσουν(ε) | να επικυρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικυρώσει | είχα επικυρώσει | θα έχω επικυρώσει | να έχω επικυρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικυρώσει | είχες επικυρώσει | θα έχεις επικυρώσει | να έχεις επικυρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επικυρώσει | είχε επικυρώσει | θα έχει επικυρώσει | να έχει επικυρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικυρώσει | είχαμε επικυρώσει | θα έχουμε επικυρώσει | να έχουμε επικυρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικυρώσει | είχατε επικυρώσει | θα έχετε επικυρώσει | να έχετε επικυρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικυρώσει | είχαν επικυρώσει | θα έχουν επικυρώσει | να έχουν επικυρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.