συνενώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνενώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνεν(ῶ) + -ώνω, συνηρημένος τύπος του συνενόω < συν- + ἑνόω / ἑνῶ < εἷς
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.neˈno.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐νώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ε‐νώ‐νω
Ρήμα
συνενώνω, αόρ.: συνένωσα, παθ.φωνή: συνενώνομαι, π.αόρ.: συνενώθηκα, μτχ.π.π.: συνενωμένος
- ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα, πρόσωπα ή άλλα, δημιουργώντας ένα σύνολο
- → δείτε και τη λέξη συνδέω
Συγγενικά
- ασυνένωτος
- συνενωμένος
- συνένωση
- συνενωτικά
- συνενωτικός
- → δείτε τις λέξεις συν, ενώνω και ένας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνενώνω | συνένωνα | θα συνενώνω | να συνενώνω | συνενώνοντας | |
| β' ενικ. | συνενώνεις | συνένωνες | θα συνενώνεις | να συνενώνεις | συνένωνε | |
| γ' ενικ. | συνενώνει | συνένωνε | θα συνενώνει | να συνενώνει | ||
| α' πληθ. | συνενώνουμε | συνενώναμε | θα συνενώνουμε | να συνενώνουμε | ||
| β' πληθ. | συνενώνετε | συνενώνατε | θα συνενώνετε | να συνενώνετε | συνενώνετε | |
| γ' πληθ. | συνενώνουν(ε) | συνένωναν συνενώναν(ε) |
θα συνενώνουν(ε) | να συνενώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνένωσα | θα συνενώσω | να συνενώσω | συνενώσει | ||
| β' ενικ. | συνένωσες | θα συνενώσεις | να συνενώσεις | συνένωσε | ||
| γ' ενικ. | συνένωσε | θα συνενώσει | να συνενώσει | |||
| α' πληθ. | συνενώσαμε | θα συνενώσουμε | να συνενώσουμε | |||
| β' πληθ. | συνενώσατε | θα συνενώσετε | να συνενώσετε | συνενώστε | ||
| γ' πληθ. | συνένωσαν συνενώσαν(ε) |
θα συνενώσουν(ε) | να συνενώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συνενώσει | είχα συνενώσει | θα έχω συνενώσει | να έχω συνενώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συνενώσει | είχες συνενώσει | θα έχεις συνενώσει | να έχεις συνενώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συνενώσει | είχε συνενώσει | θα έχει συνενώσει | να έχει συνενώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνενώσει | είχαμε συνενώσει | θα έχουμε συνενώσει | να έχουμε συνενώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συνενώσει | είχατε συνενώσει | θα έχετε συνενώσει | να έχετε συνενώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνενώσει | είχαν συνενώσει | θα έχουν συνενώσει | να έχουν συνενώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνενώνομαι | συνενωνόμουν(α) | θα συνενώνομαι | να συνενώνομαι | ||
| β' ενικ. | συνενώνεσαι | συνενωνόσουν(α) | θα συνενώνεσαι | να συνενώνεσαι | (συνενώνου) | |
| γ' ενικ. | συνενώνεται | συνενωνόταν(ε) | θα συνενώνεται | να συνενώνεται | ||
| α' πληθ. | συνενωνόμαστε | συνενωνόμαστε συνενωνόμασταν |
θα συνενωνόμαστε | να συνενωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | συνενώνεστε | συνενωνόσαστε συνενωνόσασταν |
θα συνενώνεστε | να συνενώνεστε | (συνενώνεστε) | |
| γ' πληθ. | συνενώνονται | συνενώνονταν συνενωνόντουσαν |
θα συνενώνονται | να συνενώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνενώθηκα | θα συνενωθώ | να συνενωθώ | συνενωθεί | ||
| β' ενικ. | συνενώθηκες | θα συνενωθείς | να συνενωθείς | συνενώσου | ||
| γ' ενικ. | συνενώθηκε | θα συνενωθεί | να συνενωθεί | |||
| α' πληθ. | συνενωθήκαμε | θα συνενωθούμε | να συνενωθούμε | |||
| β' πληθ. | συνενωθήκατε | θα συνενωθείτε | να συνενωθείτε | συνενωθείτε | ||
| γ' πληθ. | συνενώθηκαν συνενωθήκαν(ε) |
θα συνενωθούν(ε) | να συνενωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνενωθεί | είχα συνενωθεί | θα έχω συνενωθεί | να έχω συνενωθεί | συνενωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνενωθεί | είχες συνενωθεί | θα έχεις συνενωθεί | να έχεις συνενωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνενωθεί | είχε συνενωθεί | θα έχει συνενωθεί | να έχει συνενωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνενωθεί | είχαμε συνενωθεί | θα έχουμε συνενωθεί | να έχουμε συνενωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνενωθεί | είχατε συνενωθεί | θα έχετε συνενωθεί | να έχετε συνενωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνενωθεί | είχαν συνενωθεί | θα έχουν συνενωθεί | να έχουν συνενωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.