συναρμόζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναρμόζω < αρχαία ελληνική συναρμόζω
Συγγενικά
- ασυνάρμοστος
- συναρμογή
- συναρμοσμένος
- → δείτε τις λέξεις συν, αρμόζω και αρμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναρμόζω | συνάρμοζα | θα συναρμόζω | να συναρμόζω | συναρμόζοντας | |
| β' ενικ. | συναρμόζεις | συνάρμοζες | θα συναρμόζεις | να συναρμόζεις | συνάρμοζε | |
| γ' ενικ. | συναρμόζει | συνάρμοζε | θα συναρμόζει | να συναρμόζει | ||
| α' πληθ. | συναρμόζουμε | συναρμόζαμε | θα συναρμόζουμε | να συναρμόζουμε | ||
| β' πληθ. | συναρμόζετε | συναρμόζατε | θα συναρμόζετε | να συναρμόζετε | συναρμόζετε | |
| γ' πληθ. | συναρμόζουν(ε) | συνάρμοζαν συναρμόζαν(ε) |
θα συναρμόζουν(ε) | να συναρμόζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνάρμοσα | θα συναρμόσω | να συναρμόσω | συναρμόσει | ||
| β' ενικ. | συνάρμοσες | θα συναρμόσεις | να συναρμόσεις | συνάρμοσε | ||
| γ' ενικ. | συνάρμοσε | θα συναρμόσει | να συναρμόσει | |||
| α' πληθ. | συναρμόσαμε | θα συναρμόσουμε | να συναρμόσουμε | |||
| β' πληθ. | συναρμόσατε | θα συναρμόσετε | να συναρμόσετε | συναρμόστε | ||
| γ' πληθ. | συνάρμοσαν συναρμόσαν(ε) |
θα συναρμόσουν(ε) | να συναρμόσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συναρμόσει | είχα συναρμόσει | θα έχω συναρμόσει | να έχω συναρμόσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συναρμόσει | είχες συναρμόσει | θα έχεις συναρμόσει | να έχεις συναρμόσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συναρμόσει | είχε συναρμόσει | θα έχει συναρμόσει | να έχει συναρμόσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναρμόσει | είχαμε συναρμόσει | θα έχουμε συναρμόσει | να έχουμε συναρμόσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συναρμόσει | είχατε συναρμόσει | θα έχετε συναρμόσει | να έχετε συναρμόσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναρμόσει | είχαν συναρμόσει | θα έχουν συναρμόσει | να έχουν συναρμόσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.