attach
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- attach < μέση αγγλική, σημασία: κατάσχω] ως νόμιμη εξουσία < παλαιά γαλλική atachier και estachier (προσδένω, σταθεροποιώ) < κοινή γερμανική ρίζα με το stake· Συγκρίνετε με το attack
Προφορά
- ΔΦΑ : /əˈtætʃ/
- ⓘ
Ρήμα
| ενεστώτας | attach |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | attaches |
| αόριστος | attached |
| παθητική μετοχή | attached |
| ενεργητική μετοχή | attaching |
attach (en)
- (μεταβατικό) προσκολλώ, συνδέω, ενώνω, τοποθετώ, βάζω
- (μεταβατικό) επισυνάπτω, στέλνω ηλεκτρονικό έγγραφο με email
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- Μην ξεχάσεις να επισυνάψεις τις φωτογραφίες σου στο ημέιλ!
- ↪ Don't forget to attach your photos to the email!
- (μεταβατικό) δίνω, πιστεύω ότι κάτι είναι σημαντικό ή αξίζει να το σκεφτώ
- ↪ Don’t attach importance to what people say.
- Μη δίνεις σημασία τι λέει ο κόσμος.
- ↪ Don’t attach importance to what people say.
- αποδίδω ιδιότητα (θεωρώ - ερμηνεύω κάπως μία ιδιότητα αντικειμένου)
- (παρωχημένο, νομικός όρος) συλλαμβάνω
Συγγενικά
- attachable
- attacher
- attachment
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.