δέσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δέσιμο | τα | δεσίματα |
| γενική | του | δεσίματος | των | δεσιμάτων |
| αιτιατική | το | δέσιμο | τα | δεσίματα |
| κλητική | δέσιμο | δεσίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δέσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του δένω (για σχοινιά, αντικείμενα που δένονται μαζί για να αποτελέσουν ένα σύνολο)
- η επίδεση (για τραύματα)
- η συναρμολόγηση (για μηχανισμούς, αντικείμενα)
- η βιβλιοδεσία (για βιβλία)
- η ψυχική και συναισθηματική εγγύτητα, η ύπαρξη συναισθηματικών δεσμών ανάμεσα σε πρόσωπα
- ο σχηματισμός του καρπού από το άνθος
- (μαγειρική, ζαχαροπαστική) ο σχηματισμός μιας ομοιόμορφης, πυκνής μάζας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.