sympathy

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

sympathy < μέση γαλλική sympathie < υστερολατινική sympathia < αρχαία ελληνική συμπάθεια < συμπάσχω < σύν + πάσχω

Ουσιαστικό

sympathy (en)

  1. η συμπάθεια
  2. η ικανότητα να ταυτίζεσαι ψυχικά με κάποιον
     συνώνυμα: empathy
  3. η αμοιβαία σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα ή όργανα του σώματος, όπου η κατάσταση του ενός επηρεάζει αυτόματα την κατάσταση του άλλου

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.