συμβιβαζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμβιβαζόμενος | η | συμβιβαζόμενη | το | συμβιβαζόμενο |
| γενική | του | συμβιβαζόμενου | της | συμβιβαζόμενης | του | συμβιβαζόμενου |
| αιτιατική | τον | συμβιβαζόμενο | τη | συμβιβαζόμενη | το | συμβιβαζόμενο |
| κλητική | συμβιβαζόμενε | συμβιβαζόμενη | συμβιβαζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμβιβαζόμενοι | οι | συμβιβαζόμενες | τα | συμβιβαζόμενα |
| γενική | των | συμβιβαζόμενων | των | συμβιβαζόμενων | των | συμβιβαζόμενων |
| αιτιατική | τους | συμβιβαζόμενους | τις | συμβιβαζόμενες | τα | συμβιβαζόμενα |
| κλητική | συμβιβαζόμενοι | συμβιβαζόμενες | συμβιβαζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμβιβαζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβιβάζομαι
Μετοχή
συμβιβαζόμενος, -η, -ο
- που κάνει ένα συμβιβασμό αυτή τη στιγμή ή την ώρα που έκανε κάτι άλλο, που μπορεί να συμβιβαστεί στο μέλλον, με το να συμβιβάζεται (τροπική), επειδή συμβιβάζεται,
- Σήκωσε από τις Βρυξέλλες τη λευκή σημαία, συμβιβαζόμενος με τους όρους του μνημονίου..
- Να στηρίζει -συμβιβαζόμενος- έναν Πρόεδρο με τον οποίο....
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συμβιβάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.