συμβιβάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.viˈva.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐βά‐ζο.μαι
Ρηματικός τύπος
συμβιβάζομαι, π.αόρ.: συμβιβάστηκα, μτχ.π.π.: συμβιβασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος συμβιβάζω
- παθητικές σημασίες
- υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία με αντίδικο ή αντίπαλο
- (αρνητικά) παραιτούμαι από τις προσωπικές μου διεκδικήσεις ή εγκαταλείπω τις ηθικές μου αξίες και δέχομαι να προσαρμοστώ σε μια υπάρχουσα κατάσταση, χάνοντας συγχρόνως την αγωνιστικότητά μου
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.