συμβιβάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβιβάσιμος η συμβιβάσιμη το συμβιβάσιμο
      γενική του συμβιβάσιμου της συμβιβάσιμης του συμβιβάσιμου
    αιτιατική τον συμβιβάσιμο τη συμβιβάσιμη το συμβιβάσιμο
     κλητική συμβιβάσιμε συμβιβάσιμη συμβιβάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβιβάσιμοι οι συμβιβάσιμες τα συμβιβάσιμα
      γενική των συμβιβάσιμων των συμβιβάσιμων των συμβιβάσιμων
    αιτιατική τους συμβιβάσιμους τις συμβιβάσιμες τα συμβιβάσιμα
     κλητική συμβιβάσιμοι συμβιβάσιμες συμβιβάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβιβάσιμος < (συμβιβάζω} συμβιβασ- + -ιμος

Επίθετο

συμβιβάσιμος[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. συμβιβάσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.