συμβιβασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμβιβασμός οι συμβιβασμοί
      γενική του συμβιβασμού των συμβιβασμών
    αιτιατική τον συμβιβασμό τους συμβιβασμούς
     κλητική συμβιβασμέ συμβιβασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβιβασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβιβασμός (συμφιλίωση) < αρχαία ελληνική συμβιβάζω < συμ- + βιβάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική compromis[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱ.vi.vaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβιβασμός

Ουσιαστικό

συμβιβασμός αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. συμβιβασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συμβιβασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συμβιβασμός οἱ συμβιβασμοί
      γενική τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν συμβιβασμῶν
      δοτική τῷ συμβιβασμ τοῖς συμβιβασμοῖς
    αιτιατική τὸν συμβιβασμόν τοὺς συμβιβασμούς
     κλητική ! συμβιβασμέ συμβιβασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συμβιβασμώ
γεν-δοτ τοῖν  συμβιβασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμβιβασμός < αρχαία ελληνική συμβιβάζω, συμβιβασ- + -μός < συμ- + βιβάζω

Ουσιαστικό

συμβιβασμός αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.