συμβιβαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβιβαστικός η συμβιβαστική το συμβιβαστικό
      γενική του συμβιβαστικού της συμβιβαστικής του συμβιβαστικού
    αιτιατική τον συμβιβαστικό τη συμβιβαστική το συμβιβαστικό
     κλητική συμβιβαστικέ συμβιβαστική συμβιβαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβιβαστικοί οι συμβιβαστικές τα συμβιβαστικά
      γενική των συμβιβαστικών των συμβιβαστικών των συμβιβαστικών
    αιτιατική τους συμβιβαστικούς τις συμβιβαστικές τα συμβιβαστικά
     κλητική συμβιβαστικοί συμβιβαστικές συμβιβαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβιβαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμβιβαστικός (αυτός που συμφιλιώνει)

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱ.vi.va.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβιβαστικός

Επίθετο

συμβιβαστικός, -ή, -ό

  1. που τείνει προς το συμβιβασμό
  2. που περιέχει ή αποσκοπεί στο συμβιβασμό
    μια συμβιβαστική πρόταση

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.