δυσκολοσυμβίβαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσκολοσυμβίβαστος | η | δυσκολοσυμβίβαστη | το | δυσκολοσυμβίβαστο |
| γενική | του | δυσκολοσυμβίβαστου | της | δυσκολοσυμβίβαστης | του | δυσκολοσυμβίβαστου |
| αιτιατική | τον | δυσκολοσυμβίβαστο | τη | δυσκολοσυμβίβαστη | το | δυσκολοσυμβίβαστο |
| κλητική | δυσκολοσυμβίβαστε | δυσκολοσυμβίβαστη | δυσκολοσυμβίβαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσκολοσυμβίβαστοι | οι | δυσκολοσυμβίβαστες | τα | δυσκολοσυμβίβαστα |
| γενική | των | δυσκολοσυμβίβαστων | των | δυσκολοσυμβίβαστων | των | δυσκολοσυμβίβαστων |
| αιτιατική | τους | δυσκολοσυμβίβαστους | τις | δυσκολοσυμβίβαστες | τα | δυσκολοσυμβίβαστα |
| κλητική | δυσκολοσυμβίβαστοι | δυσκολοσυμβίβαστες | δυσκολοσυμβίβαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσκολοσυμβίβαστος < δυσκολο- + (συμβιβάζω) συμβιβασ- + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δυσκολοσυμβίβαστος
|
|
Αναφορές
- δυσκολοσυμβίβαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.