συμφιλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμφιλιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
συμφιλιώνω, πρτ.: συμφιλίωνα, στ.μέλλ.: θα συμφιλιώσω, αόρ.: συμφιλίωσα, παθ.φωνή: συμφιλιώνομαι, μτχ.π.π.: συμφιλιωμένος
- τερματίζω μια εχθρότητα, ενεργώ έτσι ώστε δύο άτομα ή σύνολα που είχαν έρθει σε ρήξη μεταξύ τους να γίνουν φίλοι μεταξύ τους
- φέρνω σε επαφή δύο αντιτιθέμενα πράγματα και δημιουργώ μεταξύ τους μια αρμονική σχέση
Συγγενικά
- συμφιλιώνομαι
- συμφιλίωση
- συμφιλιωτής - συμφιλιώτρια
- συμφιλιωτικά (και συμφιλιωτικώς)
- συμφιλιωτικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμφιλιώνω | συμφιλίωνα | θα συμφιλιώνω | να συμφιλιώνω | συμφιλιώνοντας | |
| β' ενικ. | συμφιλιώνεις | συμφιλίωνες | θα συμφιλιώνεις | να συμφιλιώνεις | συμφιλίωνε | |
| γ' ενικ. | συμφιλιώνει | συμφιλίωνε | θα συμφιλιώνει | να συμφιλιώνει | ||
| α' πληθ. | συμφιλιώνουμε | συμφιλιώναμε | θα συμφιλιώνουμε | να συμφιλιώνουμε | ||
| β' πληθ. | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνατε | θα συμφιλιώνετε | να συμφιλιώνετε | συμφιλιώνετε | |
| γ' πληθ. | συμφιλιώνουν(ε) | συμφιλίωναν συμφιλιώναν(ε) |
θα συμφιλιώνουν(ε) | να συμφιλιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμφιλίωσα | θα συμφιλιώσω | να συμφιλιώσω | συμφιλιώσει | ||
| β' ενικ. | συμφιλίωσες | θα συμφιλιώσεις | να συμφιλιώσεις | συμφιλίωσε | ||
| γ' ενικ. | συμφιλίωσε | θα συμφιλιώσει | να συμφιλιώσει | |||
| α' πληθ. | συμφιλιώσαμε | θα συμφιλιώσουμε | να συμφιλιώσουμε | |||
| β' πληθ. | συμφιλιώσατε | θα συμφιλιώσετε | να συμφιλιώσετε | συμφιλιώστε | ||
| γ' πληθ. | συμφιλίωσαν συμφιλιώσαν(ε) |
θα συμφιλιώσουν(ε) | να συμφιλιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμφιλιώσει | είχα συμφιλιώσει | θα έχω συμφιλιώσει | να έχω συμφιλιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμφιλιώσει | είχες συμφιλιώσει | θα έχεις συμφιλιώσει | να έχεις συμφιλιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμφιλιώσει | είχε συμφιλιώσει | θα έχει συμφιλιώσει | να έχει συμφιλιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμφιλιώσει | είχαμε συμφιλιώσει | θα έχουμε συμφιλιώσει | να έχουμε συμφιλιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμφιλιώσει | είχατε συμφιλιώσει | θα έχετε συμφιλιώσει | να έχετε συμφιλιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμφιλιώσει | είχαν συμφιλιώσει | θα έχουν συμφιλιώσει | να έχουν συμφιλιώσει |
| |
Μεταφράσεις
συμφιλιώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.