συμβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμβεβλημένος | η | συμβεβλημένη | το | συμβεβλημένο |
| γενική | του | συμβεβλημένου | της | συμβεβλημένης | του | συμβεβλημένου |
| αιτιατική | τον | συμβεβλημένο | τη | συμβεβλημένη | το | συμβεβλημένο |
| κλητική | συμβεβλημένε | συμβεβλημένη | συμβεβλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμβεβλημένοι | οι | συμβεβλημένες | τα | συμβεβλημένα |
| γενική | των | συμβεβλημένων | των | συμβεβλημένων | των | συμβεβλημένων |
| αιτιατική | τους | συμβεβλημένους | τις | συμβεβλημένες | τα | συμβεβλημένα |
| κλητική | συμβεβλημένοι | συμβεβλημένες | συμβεβλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμβεβλημένος: όπως αρχαία ελληνική συμβεβλημένος < συμ- + βεβλημένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.ve.vliˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βε‐βλη‐μέ‐νος
Μετοχή
συμβεβλημένος, -η -ο (λόγιο)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος συμβάλλω
- συμβλημένος (στη δημοτική, σπανιότερο)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συμβεβλημένος
|
|
Πηγές
- συμβεβλημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμβεβλημένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | συμβεβλημένος | ἡ | συμβεβλημένη | τὸ | συμβεβλημένον |
| γενική | τοῦ | συμβεβλημένου | τῆς | συμβεβλημένης | τοῦ | συμβεβλημένου |
| δοτική | τῷ | συμβεβλημένῳ | τῇ | συμβεβλημένῃ | τῷ | συμβεβλημένῳ |
| αιτιατική | τὸν | συμβεβλημένον | τὴν | συμβεβλημένην | τὸ | συμβεβλημένον |
| κλητική ὦ! | συμβεβλημένε | συμβεβλημένη | συμβεβλημένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | συμβεβλημένοι | αἱ | συμβεβλημέναι | τὰ | συμβεβλημένᾰ |
| γενική | τῶν | συμβεβλημένων | τῶν | συμβεβλημένων | τῶν | συμβεβλημένων |
| δοτική | τοῖς | συμβεβλημένοις | ταῖς | συμβεβλημέναις | τοῖς | συμβεβλημένοις |
| αιτιατική | τοὺς | συμβεβλημένους | τὰς | συμβεβλημένᾱς | τὰ | συμβεβλημένᾰ |
| κλητική ὦ! | συμβεβλημένοι | συμβεβλημέναι | συμβεβλημένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συμβεβλημένω | τὼ | συμβεβλημένᾱ | τὼ | συμβεβλημένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | συμβεβλημένοιν | τοῖν | συμβεβλημέναιν | τοῖν | συμβεβλημένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.