συμβληθεί
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
συμβληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συμβάλλομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμβάλλομαι
- θα συμβληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμβάλλομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.