συλλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συλλέγω < αρχαία ελληνική συλλέγω < συν + λέγω

Ρήμα

συλλέγω, παθητικό: συλλέγομαι

  1. μαζεύω
    • οι αγρότες συλλέγουν τους καρπούς από τα δέντρα
    • ο δήμος έβαλε υπαλλήλους να συλλέξουν τα σκουπίδια
  2. συγκεντρώνω
    • συλλέγω τους φόρους
    • οι αστυνομικοί συνέλεξαν στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος
  3. συγκεντρώνω ομοειδή πράγματα συστηματικά ως ασχολία

Συνώνυμα

Παράγωγα

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.