ανάλεκτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ανάλεκτα | ||
| γενική | των | ανάλεκτων & αναλέκτων | ||
| αιτιατική | τα | ανάλεκτα | ||
| κλητική | ανάλεκτα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάλεκτα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική analecta[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή ἀνάλεκτα, ουδέτερο του ἀνάλεκτος (εκλεκτός) < αρχαία ελληνική ἀναλέγω (συλλέγω) < ἀνά + λέγω (στη σημασία: συλλέγω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈna.le.kta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐λε‐κτα
Ουσιαστικό
ανάλεκτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
ανάλεκτα
|
Αναφορές
- ανάλεκτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ανάλεκτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.