contexte
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɔ̃.tɛkst/
Ουσιαστικό
contexte (fr) αρσενικό
- το συγκειμενικό πλαίσιο (μιας λέξης, μιας πρότασης, ενός εδαφίου), τα συμφραζόμενα
- το σύνολο των περιστάσεων μέσα στις οποίες εισέρχεται ένα γεγονός, το πλαίσιο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.