συγκειμενικό πλαίσιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκειμενικό πλαίσιο → δείτε τις λέξεις συγκειμενικός και πλαίσιο
Πολυλεκτικός όρος
συγκειμενικό πλαίσιο ουδέτερο
- το σύνολο του κειμένου που περιβάλλει μια λέξη, μια πρόταση, ένα εδάφιο... και επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα την έννοια ή την αξία του/της
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
συγκειμενικό πλαίσιο
|
→ δείτε τη λέξη συγκείμενο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.