context

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
context contexts

Ετυμολογία

context < λατινική contextus

Ουσιαστικό

context (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλαίσιο, το συγκείμενο,τα συμφραζόμενα, οι συμφράσεις, οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία συμβαίνει κάτι και αυτό με βοηθά να το καταλάβω
    Seen in this context
    Αν το δεις κανείς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο
  2. τα σχετικά ή επιδρώντα με κάτι
  3. πράγματα που συνέβησαν παράλληλα με κάτι

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.