context
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| context | contexts |
Ετυμολογία
- context < λατινική contextus
Ουσιαστικό
context (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πλαίσιο, το συγκείμενο,τα συμφραζόμενα, οι συμφράσεις, οι συνθήκες, η κατάσταση στην οποία συμβαίνει κάτι και αυτό με βοηθά να το καταλάβω
- ↪ Seen in this context…
- Αν το δεις κανείς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο…
- ↪ Seen in this context…
- τα σχετικά ή επιδρώντα με κάτι
- πράγματα που συνέβησαν παράλληλα με κάτι
Πολυλεκτικοί όροι
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.