στούπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στούπα οι στούπες
      γενική της στούπας
    αιτιατική τη στούπα τις στούπες
     κλητική στούπα στούπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στούπα < προέλευσης από τη σανσκριτική स्तूप (stūpa, τούφα από τα μαλλιά της κεφαλής· το πάνω μέρος του κεφαλιού), ενδεχομένως μέσω μιας δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstu.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στούπα
ομόηχα: Στούπα, Στούππα
παρώνυμο: σκούπα
τονικό παρώνυμο: στουπί

Ουσιαστικό

στούπα και Στούπα θηλυκό (και άκλιτο ως ουδέτερο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.