Στούππα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Στούππα < γενική ενικού του αρσενικού Στούππας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στούπ‐πα
- ομόηχο: Στούπα, στούπα
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ступпа
- λατινικοί χαρακτήρες: Stouppa
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.