Στούπα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstu.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στού‐πα
- ομόηχα: στούπα, Στούππα
- παρώνυμο: σκούπα
- τονικό παρώνυμο: στουπί
Ετυμολογία 1
- Στούπα < → λείπει η ετυμολογία
Ετυμολογία 2
- Στούπα < γενική ενικού του αρσενικού Στούπας
Ετυμολογία 3
- Στούπα < κλιτικός τύπος
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.