τούφα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούφα οι τούφες
      γενική της τούφας των (τουφών)
    αιτιατική την τούφα τις τούφες
     κλητική τούφα τούφες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τούφα < μεσαιωνική ελληνική τούφα < υστερολατινική tufa

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtu.fa/

Ουσιαστικό

τούφα θηλυκό

  1. σύνολο τριχών
  2. μάζα βαμβακιού ή μαλλιού προς γνέσιμο
     συνώνυμα: τουλούπα
  3. πυκνό φύλλωμα σε κλαδί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.