στήριξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στήριξη | οι | στηρίξεις |
| γενική | της | στήριξης* | των | στηρίξεων |
| αιτιατική | τη | στήριξη | τις | στηρίξεις |
| κλητική | στήριξη | στηρίξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στηρίξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στήριξη < αρχαία ελληνική στήριξις[1] [2] < στηρίζω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική support[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική soutènement[1])
Ουσιαστικό
στήριξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στηρίζω
- (κυριολεκτικά) η χρησιμοποίηση μέσων ή τρόπων, προκειμένου να στηριχθεί κάτι, να μείνει σταθερό
- (κατ’ επέκταση) η τεκμηρίωση, η αιτιολόγηση
- (μεταφορικά) η συμπαράσταση, υποστήριξη και ενίσχυση κάποιου
Μεταφράσεις
Αναφορές
- στήριξη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στήριξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.