συμπαράσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπαράσταση | οι | συμπαραστάσεις |
| γενική | της | συμπαράστασης* | των | συμπαραστάσεων |
| αιτιατική | τη | συμπαράσταση | τις | συμπαραστάσεις |
| κλητική | συμπαράσταση | συμπαραστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συμπαραστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπαράσταση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμπαράστα(σις) (μαρτυρείται από το 1893) [1] + -ση < συμπαρίσταμαι / συμπαραστέκομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε συμ-παρά-στάση.
- Δείτε και το μεσαιωνικό συμπαράστασις.
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.baˈɾa.sta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρά‐στα‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρά‐στα‐ση
Συγγενικά
- συμπαραστάτης / συμπαραστάτρια
- → δείτε τις λέξεις συμπαρίσταμαι, συμπαραστέκομαι, συν, παράσταση και στάση
Αναφορές
- σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- συμπαράσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.