στηρίξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

στηρίξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στηρίζω
  2. θα στηρίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στηρίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

στηρίξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στήριξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.