στεγάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεγάσιμος η στεγάσιμη το στεγάσιμο
      γενική του στεγάσιμου της στεγάσιμης του στεγάσιμου
    αιτιατική τον στεγάσιμο τη στεγάσιμη το στεγάσιμο
     κλητική στεγάσιμε στεγάσιμη στεγάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεγάσιμοι οι στεγάσιμες τα στεγάσιμα
      γενική των στεγάσιμων των στεγάσιμων των στεγάσιμων
    αιτιατική τους στεγάσιμους τις στεγάσιμες τα στεγάσιμα
     κλητική στεγάσιμοι στεγάσιμες στεγάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεγάσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

στεγάσιμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.