σταγών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| στᾰγων-, στᾰγον- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σταγών | αἱ | σταγόνες | |
| γενική | τῆς | σταγόνος | τῶν | σταγόνων | |
| δοτική | τῇ | σταγόνῐ | ταῖς | σταγόσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | σταγόνᾰ | τὰς | σταγόνᾰς | |
| κλητική ὦ! | σταγών | σταγόνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταγόνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταγόνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
σταγών < στάζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σταγών θηλυκό
Πηγές
- σταγών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταγών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.