σταγών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰγων-, στᾰγον-
ονομαστική σταγών αἱ σταγόνες
      γενική τῆς σταγόνος τῶν σταγόνων
      δοτική τῇ σταγόν ταῖς σταγόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σταγόν τὰς σταγόνᾰς
     κλητική ! σταγών σταγόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταγόνε
γεν-δοτ τοῖν  σταγόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταγών < στάζω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σταγών θηλυκό

  1. στάλα, σταγόνα
    πᾶν πέλαγος σταγὼν τοῦ κόσμου
  2. νερό
      ... ὡς ἐξ ἀλιβάτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγὼν ἄπαυστος αἰεί Ευριπίδης, Ἱκέτιδες, 80)
    ... από τον απότομο βράχο κελαρυστό ρέει νερό άπαυστο πάντα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.