απόσταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόσταξη | οι | αποστάξεις |
| γενική | της | απόσταξης* | των | αποστάξεων |
| αιτιατική | την | απόσταξη | τις | αποστάξεις |
| κλητική | απόσταξη | αποστάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποστάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόσταξη < (ελληνιστική κοινή) ἀπόσταξις < αρχαία ελληνική ἀποστάζω < ἀπό + στάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.sta.ksi/
Ουσιαστικό
απόσταξη θηλυκό
- η διαδικασία διαχωρισμού ενός συστατικού από κάποιο μείγμα, η οποία χρησιμοποιεί το βρασμό και στηρίζεται στη διαφορετική θερμοκρασία υγροποίησης των συστατικών του μείγματος
-
απόσταξη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.