στάλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στάλαγμα τα σταλάγματα
      γενική του σταλάγματος των σταλαγμάτων
    αιτιατική το στάλαγμα τα σταλάγματα
     κλητική στάλαγμα σταλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάλαγμα < σταλάζω + -μα

Ουσιαστικό

στάλαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.