επίσταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίσταξη | οι | επιστάξεις |
| γενική | της | επίσταξης* | των | επιστάξεων |
| αιτιατική | την | επίσταξη | τις | επιστάξεις |
| κλητική | επίσταξη | επιστάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιστάξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίσταξη < αρχαία ελληνική ἐπιστάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.