σταγονομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταγονομετρικός | η | σταγονομετρική | το | σταγονομετρικό |
| γενική | του | σταγονομετρικού | της | σταγονομετρικής | του | σταγονομετρικού |
| αιτιατική | τον | σταγονομετρικό | τη | σταγονομετρική | το | σταγονομετρικό |
| κλητική | σταγονομετρικέ | σταγονομετρική | σταγονομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταγονομετρικοί | οι | σταγονομετρικές | τα | σταγονομετρικά |
| γενική | των | σταγονομετρικών | των | σταγονομετρικών | των | σταγονομετρικών |
| αιτιατική | τους | σταγονομετρικούς | τις | σταγονομετρικές | τα | σταγονομετρικά |
| κλητική | σταγονομετρικοί | σταγονομετρικές | σταγονομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σταγονομετρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σταγονομετρικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σταγονομετρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.