ροδόσταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόσταγμα τα ροδοστάγματα
      γενική του ροδοστάγματος των ροδοσταγμάτων
    αιτιατική το ροδόσταγμα τα ροδοστάγματα
     κλητική ροδόσταγμα ροδοστάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ροδόσταγμα < μεσαιωνική ελληνική ροδόσταγμα

Ουσιαστικό

ροδόσταγμα ουδέτερο

  1. ροδόνερο
  2. ροδέλαιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.